ποικιλοφόρμιγξ

ποικιλοφόρμιγξ
-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο-φόρμιγξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποικιλοφορμίγγων — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοφόρμιγγα — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοφόρμιγγος — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”